- γυιούχος
- γυιοῡχος, -ον (Α)αυτός που δεσμεύει τα μέλη τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῑον) + -ουχος < έχω).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυιούχοις — γυιοῦχος fettering the limbs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek